- χοοποίησις
- χοο-ποίησις, εως, ἡ,A treatment by fusion, Anon.Alch. in Gött. Nachr.1919.25; written [full] χοωποίησις, Zos.Alch.p.210 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοοποίησις — treatment by fusion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοοποίησις — και χοωποίησις, ήσεως, ἡ, Α κατεργασία με τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος /χοῦς (ΙΙ) «μίγμα, συγχώνευση» + ποίησις (< ποιῶ*)] … Dictionary of Greek
χοωποίησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. χοοποίησις … Dictionary of Greek